γαϊδουρινός

γαϊδουρινός
η , ό
1) прям. , перен. ослиный;

γαϊδουρινό κεφάλι — упрямая голова;

γαϊδουρινό πείσμα — ослиное упрямство;

γαϊδουρινή υπομονή — бесконечное терпение;

2) свинский, грубый, невежливый; нахальный;

γαϊδουρινοί τρόποι — грубые манеры


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γαϊδουρινός" в других словарях:

  • γαϊδουρινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε γάιδαρο ή προέρχεται απ αυτόν 2. αναιδής, πεισματάρης, πρόστυχος 3. φρ. «γαϊδουρινή υπομονή» ανεξάντλητη και χωρίς διαμαρτυρίες υπομονή …   Dictionary of Greek

  • γαϊδουρινός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο σχετικός με το γάιδαρο: Γαϊδουρινά αυτιά. – Γαϊδουρινήυπομονή. 2. μτφ., απρεπής, αναιδής, πρόστυχος: Γαϊδουρινή συμπεριφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… …   Dictionary of Greek

  • γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ …   Dictionary of Greek

  • γαϊδουρήσιος — α, ο ο γαϊδουρινός* …   Dictionary of Greek

  • γαϊδουρίσιος, -ια, -ιο — ο γαϊδουρινός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»